top of page
26038213_l_normal_none_res_tinypng.jpg

Κλασσική γονιμοποίηση και μικρογονιμοποίηση (IVF/ICSI)

Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η θεραπεία υπογονιμότητας κατά την οποία η γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο γίνεται έξω από το σώμα της γυναίκας, στο εμβρυολογικό εργαστήριο, κάτω από συγκεκριμένες και ελεγχόμενες συνθήκες ώστε να δημιουργηθούν τα έμβρυα που θα μεταφερθούν σε δεύτερο χρόνο στην μήτρα της γυναίκας. Αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Προτείνεται σε ζευγάρια με σοβαρά προβλήματα υπογονιμότητας, ανεξήγητη υπογονιμότητα, μεγάλης ηλικίας ή μετά από αποτυχημένες σπερματεγχύσεις. 

Η εξωσωματική γονιμοποίηση διακρίνεται στα εξής στάδια:

Διέγερση των Ωοθηκών: 
Η ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών γίνεται συνήθως με ορμονικά σκευάσματα που ονομάζονται γοναδοτροπίνες και διαρκεί κατά μέσο όρο 10-14 ημέρες ανάλογα με το πρωτόκολλο διέγερσης που θα χρησιμοποιηθεί. Στόχος είναι η ανάπτυξη πολλών ωαρίων (και όχι μόνο ενός όπως γίνεται φυσιολογικά κάθε μήνα), ώστε να αυξηθεί κατά το δυνατόν το ποσοστό επιτυχίας (εγκυμοσύνης).  Στον κανονικό εμμηνορρυσιακό κύκλο της κάθε γυναίκας, μόνο ένα ωοθυλάκιο συνήθως φτάνει στην ωριμότητα και απελευθερώνει ένα ωάριο κάθε μήνα (ένα ωοθυλάκιο είναι ένας μικρός σάκος που περιέχει υγρό μέσα στο οποίο υπάρχει το ωάριο). Σε έναν κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης, ο στόχος είναι να επιτευχθεί η ανάπτυξη πολλών ωοθυλακίων, ώστε να είναι διαθέσιμα περισσότερα ωάρια για γονιμοποίηση και, επομένως, να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας.

Παρακολούθηση της ανάπτυξης των ωοθυλακίων: 
Γίνεται με διακολπικά υπερηχογραφήματα (σπάνια διακοιλιακά) ανά τακτά χρονικά διαστήματα (κάθε 2-3 ημέρες), προκριμένου να παρακολουθείται ο αριθμός αλλά και η αύξηση του μεγέθους των ωοθυλακίων. Όταν τα ωοθυλάκια είναι αρκετά μεγάλα και κοντά στην ωρίμανση, θα προγραμματιστεί η συλλογή ωαρίων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου διέγερσης θα χρησιμοποιηθούν και άλλες ενέσεις μαζί με τις ενέσεις διέγερσης για να αποτραπεί η φυσική απελευθέρωση των ωαρίων από τις ωοθήκες (ωορρηξία) πριν από τη διαδικασία συλλογής ωαρίων.

 

Ωοληψία: 
Όταν τα ωοθυλάκια έχουν φτάσει το επιθυμητό μέγεθος, τότε χορηγείται στην γυναίκα η τελική ένεση ωρίμανσης των ωαρίων και περίπου 36 ώρες μετά λαμβάνει χώρα η ωοληψία. Η ωοληψία είναι μια minimal χειρουργική διαδικασία που γίνεται με μέθη. Με υπερηχογραφική καθοδήγηση μια λεπτή βελόνα εισάγεται μέσω του κολπικού τοιχώματος και συλλέγονται τα ωάρια από τα ωοθυλάκια της ωοθήκης. 

 

Γονιμοποίηση: 
Την ίδια ημέρα μετά την ωοληψία λαμβάνει χώρα η γονιμοποίηση στο εργαστήριο εμβρυολογίας. 
Εάν οι εξετάσεις του σπέρματος δεν αναδείξουν κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα τότε επιλέγεται η κλασσική γονιμοποίηση όπου τα ωάρια και συγκεκριμένη ποσότητα σπέρματος ανά ωάριο (το οποίο σπέρμα έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία), τοποθετούνται σε ειδικά τρυβλία προκειμένου να συμβεί γονιμοποίηση. 

 

Εάν διαπιστωθεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα στο σπέρμα, ή σε περιπτώσεις που έχει αποτύχει η κλασσική γονιμοποίηση, τότε χρησιμοποιείται η μικρογονιμοποίηση. Με την βοήθεια ειδικού μικροσκοπίου επιλέγεται από τον εμβρυολόγο το πιο «φυσιολογικό» σπερματοζωάριο και τοποθετείται απευθείας μέσα στο ωάριο. Ένα σπερματοζωάριο ανά ωάριο. Αυτό θα συμβεί για όλα τα διαθέσιμα ωάρια. Με τον τρόπο αυτό η αλληλεπίδραση του ωαρίου με το σπερματοζωάριο παρακάμπτεται αφού το σπερματοζωάριο τοποθετείται με ειδική βελόνα κατευθείαν μέσα στο ωάριο.  
 

Σε περιπτώσεις πολύ σοβαρής ανδρικής υπογονιμότητας ή μοναχικής γυναίκας μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σπέρμα δότη για την γονιμοποίηση. 
Το γονιμοποιημένο από το σπέρμα ωάριο (δηλ ωάριο και σπερματοζωάριο μαζί) αποτελούν πλέον το έμβρυο. 

 

Εμβρυομεταφορά: 
Μετά την γονιμοποίηση και την δημιουργία των εμβρύων στο εργαστήριο, ακολουθεί η εμβρυομεταφορά που περιλαμβάνει την τοποθέτηση του/των εμβρύων στην μήτρα της γυναίκας με την χρήση ενός πολύ λεπτού καθετήρα. Η εμβρυομεταφορά είναι μια διαδικασία που πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη για την γυναίκα. Ο αριθμός των εμβρύων που μεταφέρονται στην μήτρα εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας και ορίζεται εκ του νόμου. 


12 - 14 περίπου ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά γίνεται το πρώτο τεστ εγκυμοσύνης.  Αυτό το τεστ θα πρέπει να γίνει ακόμη και αν έχει ξεκινήσει η περίοδος της γυναίκας καθώς μερικές φορές η εγκυμοσύνη στα πρώτα στάδια μπορεί να συνοδεύεται από αιμορραγία και τότε πρέπει να ληφθούν ειδικά μέτρα.

 

Εναπομείναντα Έμβρυα
Στην περίπτωση που δημιουργηθούν αρκετά έμβρυα στο εργαστήριο, από αυτά που δεν θα μεταφερθούν, όσα πληρούν τις προϋποθέσεις θα καταψυχθούν για μελλοντική χρήση.

 

bottom of page